- επιδαψιλεύση
- ἐπιδαψιλεύσῃἐπιδαψιλεύομαιaor subj mp 2nd sgἐπιδαψιλεύομαιfut ind mp 2nd sgἐπιδαψιλεύωabound: aor subj mid 2nd sgἐπιδαψιλεύωabound: aor subj act 3rd sgἐπιδαψιλεύωabound: fut ind mid 2nd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
επιδαψίλευση — η [επιδαψιλεύω] άφθονη παροχή, πλουσιοπάροχη χορηγία … Dictionary of Greek
επιδαψίλευση — η η πλουσιοπάροχη χορήγηση πράγματος σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδαψιλεύσῃ — ἐπιδαψιλεύομαι aor subj mp 2nd sg ἐπιδαψιλεύομαι fut ind mp 2nd sg ἐπιδαψιλεύω abound aor subj mid 2nd sg ἐπιδαψιλεύω abound aor subj act 3rd sg ἐπιδαψιλεύω abound fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)